Ξύπνησα ιδρωμένος. Μια ασιατική τίγρη με κυνηγούσε δίπλα στο ποτάμι την ώρα που προσπαθούσα να φάω μια πλαστική πιρουνιά κοτόπουλο με μια άγνωστη κολλώδη σάλτσα. Κι αυτό γιατί είχα -λέει- πληρώσει μόνο 85 ευρώ. Είχε έρθει η ώρα για άλλη μία συνεδρία.
-
Θέλω να πάμε πίσω στη Σιγκαπούρη.
- Ντόκτορ, γυρίσατε; Και τα πτυχία σας που σκίσατε;
-
Πήρα καινούργια. Και τώρα πες μου, με τι είχες πετάξει στη Σιγκαπούρη;
- Κοιτάξτε, ήταν μια στιγμή αδυναμίας.
-
Ώστε πέταξες με low-cost λοιπόν;
- Πώς το καταλάβατε; Να, κοιτάξτε, τα λεφτά τελείωναν και μπήκα σε μία Tiger.
-
Το είχα φανταστεί! Μίλησέ μου γι’ αυτή την πτήση...
Tiger Airways TR2107, 9V-TAQ, A320, 15F, λίγα χρόνια πριν
BKK 14:40 – SIN 18:20
Από το check-in δε θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι ο LEKPO είχε προσπαθήσει να το κάνει ηλεκτρονικά από το προηγούμενο βράδυ με το δικό του -πιο smart από το δικό μου- smartphone, για να διαπιστώσουμε και οι δύο έκπληκτοι ότι η Tiger δεν προσέφερε τότε δυνατότητα για web check-in!
Θυμάμαι, επίσης, ότι είχαμε προπληρώσει από μία βαλίτσα ο καθένας, ήδη τρεις μήνες πριν την πτήση, οπότε και κλείσαμε το εισιτήριο. Το check-in στο αεροδρόμιο πρέπει να ήταν αδιάφορο, γιατί όσο κι αν ψάχνω να βρω τις συνάψεις, η πληροφορία έχει καταχωρηθεί τόσο βαθιά στον εγκέφαλό μου, που οι διαδρομές για να την ανακτήσω έχουν στρωθεί με σκόνη...
Μπαίνοντας airside στο Σουβαρναμπούμι, ανεβήκαμε ορόφους, κατεβήκαμε ορόφους και κάποια στιγμή ήρθαμε αντιμέτωποι με
μυθικές μορφές που πάλευαν με χρυσά τέρατα, ενώ στο βάθος άλλοι επιβάτες έρχονταν αντιμέτωποι με τις χρυσές βιτρίνες του Gucci.
Χωριστήκαμε με τους άλλους δύο της παρέας που θα έπαιρναν διαφορετική πτήση, μια Jetstar, για τον ίδιο προορισμό και αρχίσαμε την εξερεύνηση. Περπατήσαμε κάθε σπιθαμή σε όλα τα piers, βγάλαμε
χιλιοφωτογραφημένα σημεία του τέρμιναλ και στη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε προς τα
gate-κατάρτια, με τελικό σταθμό το D1. Εκεί μόλις έκανε pushback μια Jetstar, που με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι ήταν εκείνη που ήδη μετέφερε τους άλλους δύο της παρέας μας. Κατεβήκαμε λοιπόν κι εμείς στο ίδιο gate, δείξαμε boarding pass, μας μάντρωσαν και περιμέναμε, όσο στην πίστα έκαναν και πάλι
παρέλαση τα Τζάμπο, τα ίδια που είχαμε χαζέψει λίγη ώρα πριν στο observation deck του επάνω ορόφου. Λίγο μετά έσκασε μύτη και
ο δικός μας τίγρης, το 9V-TAQ. Στο βρεφικής -τότε- ηλικίας Airbusάκι μπήκαν chocks, μπήκαν κώνοι, μπήκε φυσούνα, βγήκαν επιβάτες, βγήκαν βαλίτσες, μπήκε καύσιμο, μπήκαν άλλες βαλίτσες και, τέλος,
μπήκαμε κι εμείς.
Η καμπίνα ήταν σκουρόχρωμη, τα κορίτσια ήταν κίτρινα από τις στολές τους και έδειχναν εξαντλημένα ίσως από τις βάρδιές τους κι όλα αυτά ήταν ένα καλό κίνητρο να στρέψουμε την προσοχή μας αλλού:
στην κάρτα με τα σωστικά αφενός και στη θέα από το παράθυρο αφετέρου.
Οπισθωθηθήκαμε ακριβώς στην ώρα μας και τροχοδρομούσαμε δίπλα από τα ταϊλανδέζικα Τζάμπο, συναντήσαμε διάφορους γειτόνους μας απ’ τη Σταρ Αλλάιανς, που
άλλος για Κάιρο τράβηξε πήγε κι
άλλος για Κοπεγχάγη κι άλλος στης
Nordwind τα 767 καύσιμο και κοντέινερ πίνει.
Φτάνοντας στον 01L, ευθυγραμμιστήκαμε, οι κινητήρες μας πήραν θάρρος, ξορκίσαμε όλα τα κακά πνεύματα που υποτίθεται ότι ζουν στο VTBS και για άλλη μία φορά απογειωθήκαμε. Πριν ακόμη σηκωθούν οι τροχοί, έρχονταν απανωτά τα σποττερικά σοκ έξω από το παράθυρο, με
767 της Ethiopian και της S7 δίπλα στο ακροπτερύγιό μας. Κίτρινο το ακροπτερύγιο, κίτρινοι κι εμείς που δεν τα είχαμε πάρει χαμπάρι τόση ώρα στο έδαφος.
Από κάτω μας η βιομηχανική Μπανγκόκ, δεξιά στροφή, από πάνω μας μια TG που πήγαινε για προσγείωση κι εμείς συνεχίζουμε με άλλη μια δεξιά στροφή και πορεία για το Νότο.
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, δηλαδή το κιτρινοφορεμένο πλήρωμα μέσα στη μαυριδερή καμπίνα, να μας προσφέρουν τη δυνατότητα να αυξήσουμε το revenue per pax για την εταιρία, ζητώντας μας ζεστό χρήμα ακόμη και για νερό, μιας και με τις κρύες πιστωτικές κάρτες η πληρωμή αργούσε υπερβολικά.
Μετά την αρχική άνοδο, λοιπόν,
η θέα από τα φιδίσια ποτάμια μας άνοιξε μάλλον την όρεξη και τελικά παραγγείλαμε φαγητό. Νομίζω η επιλογή μου ήταν
“a classic Singaporean dish of fragrant chicken rice served with a succulent steamed white rice and shallot vegetables, drizzled over with light sauce”. Το συγκεκριμένο γεύμα δε είχε δύο βασικά μειονεκτήματα: πρώτον, ήθελες λεξικό για να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται και, δεύτερον, ούτε fragrant ήταν το κοτόπουλο ούτε succulent ήταν το ρύζι (μη με ρωτήσετε τι σημαίνει succulent, μόλις πριν λίγο το έμαθα κι εγώ κατεβάζοντας την Οξφόρδη απ’ το ράφι). Αλλά όσο κι αν έπεσα θύμα της ζουμερής αυτής περιγραφής, έπρεπε να το είχα φανταστεί ότι το να φας ένα καλό "
classic Singaporean dish" μέσα σε σιγκαπουριανή low-cost είναι σα να περιμένεις καλό μουσακά σε πτήση της Ryanair από Αθήνα...
Η πτήση, βέβαια, συνεχιζόταν κανονικά
ανάμεσα σε στρώματα νεφών με τον ήλιο κάπου κρυμμένο από πίσω. Κάποια στιγμή στο FL350 έσπασε τη σιωπή του και το πιλοτήριο, που μας ενημέρωσε για τον καιρό και για διάφορα άλλα πράγματα, που δεν πολυκαταλάβαμε. Στο μεταξύ τα πιτσιρίκια που κάθονταν δίπλα μου εβαριόσαντο αφόρητα και το ίδιο θα είχαμε πάθει κι εγώ και ο LEKPO, αν δεν είχαμε πιάσει ο καθένας από ένα παράθυρο.
Η απόλυτη εμπειρία, όμως, ήταν το πιτσιρίκι που καθόταν ακριβώς πίσω μου. Με προσεκτικές, πλήρως μελετημένες διακριτικές κλωτσιές στο κάθισμα, με κινήσεις ακριβείς και μεθοδικές, με τέχνη και υψίστη μαεστρία, ασκούσε την υπέρτατη ασιατική τέχνη του μασάζ σε κρίσιμα σημεία εκατέρωθεν της σπονδυλικής μου στήλης, σε μια -όσο πιο ρεαλιστικά προσαρμοσμένη σε καμπίνα low-cost αεροπλάνου γίνεται- εκδοχή, που δεν απείχε πολύ από το παραδοσιακό ταϊλανδέζικο μασάζ που είχαμε βιώσει τις προηγούμενες μέρες στο έδαφος. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η εν λόγω εμπειρία κράτησε μόνο λίγα λεπτά κι έτσι η πτήση συνεχίστηκε με αναταράξεις προερχόμενες από εξωτερικούς μόνο παράγοντες πλέον.
Δυο ώρες περίπου πέρασαν και στην κάθοδο η πρώτη θέα της θάλασσας με χιλιάδες καράβια,
το Changi στο βάθος, και πάλι χιλιάδες καράβια, ευθυγράμμιση με τον 02C, κι άλλα, χιλιάδες καράβια, οι μανέτες πίσω,
ελαφρύ condensation πάνω απ’ το χείλος προσβολής, spoilers, reverse και φρένα, αφήνουμε το διάδρομο στα δεξιά μας,
ένα 772F της FedEx μας ακολουθεί και στην πρώτη στροφή μας στο έδαφος φαίνεται η πίστα γεμάτη με ό,τι πετάει στον πλανήτη…
Cathay, Qatar, Etihad, JAL, IndiGo, Finnair και διάφορες Singapore είναι οι τελευταίες εικόνες από το airside, πριν πατήσουμε το τέρμιναλ.
Αποχαιρετήσαμε την Tiger στη
φυσούνα της και την ξεχάσαμε μάλλον εύκολα, χαζεύοντας
τους κρεμαστούς κήπους του Changi. Στον έλεγχο διαβατηρίων μας κέρασαν καραμελίτσες, μετά μας δέχτηκαν στη χώρα κι ακόμη λίγο πιο μετά πήραμε τις προπληρωμένες μας βαλίτσες, για να ξαναβρεθούμε με την παρέα μας που είχε φτάσει με την Jetstar νωρίτερα.
________________________________________________________________________________
(+) Καλή τιμή για τη δεδομένη διαδρομή.
(+) Πτήση στην ώρα της.
(-) Τα γνωστά… Ακριβό και ψιλοάθλιο φαγητό (δωρεάν ούτε νερό), καθίσματα με αρκετά όρθια πλάτη (αλλά ανεκτό σιτ πιτς), αδιάφορο σέρβις και γενικώς τίποτε συγκλονιστικό που να μου μείνει στη μνήμη.
(-) Η Tiger δεν έδινε τότε δυνατότητα για web check-in (κάτι που πλέον φαίνεται να γίνεται κανονικά).
________________________________________________________________________________
(Και πάλι στον) Αεροπορικό Ψυχαναλυτή.
-Λοιπόν, τι φταίει για τον εφιάλτη με την τίγρη; Να ανησυχώ;
-
Καθόλου. Απλώς, πέρασες ένα μικρό σοκ μετά από τόσες TG και PG. Να μην τρως βαριά τα βράδια κι άλλη φορά να πετάς με Singapore και το αεροπορικό σου υποσυνείδητο θα είναι καθαρό σαν μωρού παιδιού.