Undertaker
Γκόμενά σου την ομάδα, όχι παιδί
Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα στη ζωή από το να είσαι αραχτός Κυριακή μεσημέρι στη λιακάδα, να απολαμβάνεις το καφεδάκι σου και να συζητάς με κολλητούς. Να κάνεις, που λένε, καφενείο. Απίστευτα πράγματα βγαίνουν από τις καφενειακές συζητήσεις, αρκεί αυτοί που συμμετέχουν να έχουν κάτι να πουν. Δεν έχει σημασία το θέμα: Από τη Φραντζέσκα του Μπιγκ Μπράδερ μέχρι τη Βάνα Μπάρμπα και από τα πολιτικά γκάλοπ μέχρι το ψαλίδι του Αλεξανδρή στο ΟΑΚΑ. Εγώ δεν είμαι γραφικός να αναφέρω προσωπικές μου ιστορίες, αλλά μια κουβέντα που είπε ο Λευτέρης νιώθω την ανάγκη να τη μοιραστώ.
Φιλοσοφημένο παιδί ο Λευτέρης. Αρχιτέκτονας πτυχιούχος, παίζει καταπληκτικό μπουζούκι και είναι παθιασμένος με τη μπάλα. Σαν κι αυτόν που κουρεύεται αλά μπάλα ποδοσφαίρου στη διαφήμιση κι ο Λευτέρης, το αγαπάει το ποδόσφαιρο. Κι έμαθε να το αγαπάει από τον πατέρα του, που τον πήγαινε παιδάκι στη Λεωφόρο. Κι έγινε παναθηναϊκός βέβαια, αλλά χωρίς να ποτιστεί με τον φανατισμό του κακού βάζελου. Εγινε παναθηναϊκός… ευπατρίδης, να πούμε…
Η κουβέντα πήγαινε στο γιατί όλο και περισσότερα παιδιά παρουσιάζονται τόσο κολλημένα με τις ομάδες τους, όχι με το ποδόσφαιρο. Γιατί το να αγαπάς το ποδόσφαιρο σημαίνει να αγαπάς μια ομάδα περισσότερο από τις άλλες, την ομάδα σου, αλλά όταν βλέπεις μια καλή ενέργεια από τους άλλους να μην φοβάσαι να πεις «πω,πω, τι ντρίμπλα του έσκασε του δικού μου ο αλήτης»… Και πετάει ο Λευτεράκης την εκπληκτική κουβέντα: «Εγώ θα σας πω τι συμβαίνει, μαγκες. Ολοι μας πια την ομάδα μας τη βλέπουμε σαν παιδί μας κι όχι σαν γκόμενά μας».
Μέσα σε δέκα λέξεις όλο το πρόβλημα. Για καθήστε και σκεφτείτε λίγο. Ολη η παρέα το σκέφτηκε πολύ και τρελλαθήκαμε με τις ομοιότητες που βγάζει. Παιδί μας η ομάδα αντί για γκόμενά μας, ε; Δεύτερη παρτίδα καφεδάκια και ανάλυση…
Ομάδα δεν αλλάζεις. Όπως το παιδί σου. Γίνεται να το αλλάξεις το παιδί σου; Δεν γίνεται. Ούτε και ομάδα αλλάζεις. Μία ομάδα είσαι από παιδί και μ’ αυτήν πεθαίνεις. Ελάχιστοι αυτοί αυτοί που άλλαξαν ομάδα, τους δείχνουν με το δάχτυλο. Κι οι ίδιοι κάπου μέσα τους αμφιβάλλουν αν άλλαξαν πραγματικά. Γκόμενα αλλάζεις όμως. Μπορεί να έχεις πολλές στη ζωή σου, μπορεί να έχεις και πολλές ταυτόχρονα.
Το παιδί σου το βλέπεις καλύτερο απ’ όλα. Τη γκόμενά σου τη θέτεις κάποια στιγμή σε αμφισβήτηση. Το παιδί σου ποτέ. Θα παραδεχτείς ποτέ ότι το παιδί σου είναι άσχημο, είναι χαζό; Ο,τι και αν είναι, είναι το σπλάχνο σου. Και στα δικά σου μάτια φαίνεται σαν το ωραιότερο του κόσμου. Τη γκόμενα τη βάζεις και λίγο απέναντι. Τη δέχεσαι βέβαια, σου κάνει, σε καλύπτει σε κάποιο βαθμό, αλλά όταν δεις μια πιο εντυπωσιακή γυρίζεις και την κοιτάς. Και την παραδέχεσαι, ότι είναι καλύτερη από τη δική σου. Με το παιδί σου δεν τα κάνεις αυτά. Κι αν τα κάνεις, αν παραδεχτείς δηλαδή ότι ένα άλλο παιδάκι είναι εξυπνότερο ή ομορφότερο από το δικό σου, το λες με πόνο ψυχής από μέσα σου.
Το παιδί σου το προστατεύεις. Όταν δεν πάει καλα στο σχολείο φταίει ο δάσκαλος που δεν τα δίνει να τα καταλάβουν. Όταν δεν τα παίρνει τα αγγλικά φταίει η δασκάλα του ιδιαίτερου που το φορτώνει. Όταν στο κολυμβητήριο δεν το προσέχουν φταίει ο προπονητής που βάζει τα δικά του παιδιά. Ποτέ δεν φταίει το παιδί σου. Κι αν φταίει, φταίει λίγο και οπωσδήποτε λιγότερο από τους άλλους. Τη γκόμενα δεν την αντιμετωπίζεις έτσι. Αμα σου την κάνει, της τα λες στη μούρη. Της ρίχνεις και καμιά ξανάστροφη, άμα λάχει. Τη δικαιολογείς μόνο αν σου δώσει σαφείς εξηγήσεις ότι δεν φταίει. Για όλα τα άλλα τη θεωρείς ένοχη εκ προοιμίου.
Οι επιτυχίες του παιδιού σου είναι θρίαμβοι. Ακόμη κι όταν ήλθαν με μικρή διαφορά. Τους έσκισε το παιδί σου στα μαθήματα, ανεξάρτητα αν εσύ πήγαινες συνέχεια δωράκια στο δάσκαλο. Μόνο το παιδί σου απάντησε σωστά στη δύσκολη ερώτηση του δάσκαλου. Μόνο αυτό έτρεξε γρηγορότερα, είχε την πιο έξυπνη αντίδραση. Τη γκόμενα δεν την παραδέχεσαι, ακόμη κι αν σου κάνει ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στη Ζιμπάμπουε. Από μέσα σου τη θαυμάζεις, λες «είμαι μεγάλος, έκανα σωστή επιλογή», αλλά ποτέ δεν υπερηφανεύεσαι τόσο πολύ για τις επιτυχίες της όσο για εκείνες του παιδιού σου.
Δεν βλέπετε τις ομοιότητες; Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η ομάδα μας έπαιζε το ρόλο της γκόμενας που έχουμε καψουρευτεί, αντί για του παιδιού μας; Θα είχε τη σωστή της θέση, κατά τη γνώμη της παρέας. Με τη γκόμενα ασχολείσαι φυσικά, θέλεις να είσαι μαζί της, να την έχεις αγκαλιά, αλλά αναγνωρίζεις ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή για να τα ζήσεις. Εστω και με τη γκόμενά σου μαζί. Με το παιδί σου δεν είναι έτσι. Το παιδί σου είναι ολόκληρη η ζωή σου. Η ήττα του σε τρελλαίνει, η αδικία εναντίον του σε κάνει έξαλλο. Θυσιάζεις όλη την προσωπικότητά σου και την ενέργειά σου γι’ αυτό. Και στο τέλος χάνεις τη ζωή σου ολόκληρη. Που περνάει υπηρετώντας, ουσιαστικά, το ΤΙΠΟΤΑ…
Γιατί αυτά που λένε «η ομάδα είναι ο κόσμος της» είναι ωραία σαν τα παλιά κομουνιστικά συνθήματα. Ορίζεις εσύ τίποτε από την ομάδα σου; Λαμβάνονται οι επιθυμίες σου υπόψη; Εχεις καμία μετοχή για να εκμεταλλευθείς τις επιτυχίες της; Θα σου κάνουν αύξηση αν πάρει το πρωτάθλημα; Τίποτε, ένας μισθοφόρος που πολεμάει χωρίς μισθό είσαι. Γι’ αυτό ζήσε τη ζωή σου, κάνε την ομάδα σου γκόμενα κι όχι παιδί σου, αγάπα τη, αλλά βάλε τη στο σωστό σημείο. Το ποδόσφαιρο είναι για να γίνεται το αλάτι και το πιπέρι της ζωής μας, της ανιαρής έστω. Δεν γίνεται να βάζεις στο πιάτο σου αλάτι και πιπέρι μόνο για να φας, πρέπει να υπάρχει και το φαϊ…
Πηγή: http://www.sportnet.gr/undertaker.asp?newsID=519