LEG 1, 10/12/2007
ATH-FRA, LH3381
Αεροσκάφος: Airbus A320-211, D-AIQP, Suhl
Ο καιρός στο διηπειρωτικό-διαστρικό χάμπ έρεπε προς τον παγετό όταν κατέφθασα στο μακράς διαρκείας πάρκινγκ με το πορτ-παγκάζ πλήρες οικοσκευών. Όχι αποσκευών, οικοσκευών καθώς το αμόρε («προλαβαίνεις αγάπη μου να πας να πάρεις εκείνη την κορνίζα και εκείνη τη λαμπίτσα και...» δεν θυμάμαι τι άλλο ήθελε) με είχε στείλει στο ΙΚΕΑ νωρίς-νωρίς.
Με πεντέξι βαθμούς θερμοκρασία και την κάλτσα στο διάδρομο φουσκωμένη, αρματώθηκα με το μπουφάν, κλείδωσα το πακεταρισμένο βιος μας στο αυτοκίνητο και περίμενα το κλασικό λεωφορειάκι. Αυτό ήρθε αμέσως μεταφέροντας μαζί και έναν κύριο που είχε ξεχάσει να κλειδώσει το αμάξι του και τον περιέφερε από στάση σε στάση μια και δεν θυμόταν που το είχε αφήσει. Γεράματα.
Το τσεκ-ιν της Λουφτχάνσα βρίσκεται στην άκρη του αεροσταθμού, η πτήση είχε 45 λεπτά καθυστέρηση (είχα ειδοποιηθεί έγκαιρα με SMS από το αυτόματο σύστημα «Τζέρι») και εγώ, έχοντας φτάσει πολύ νωρίς, είπα να γεμίσω το χρόνο μου με το λαπτοπ και μια κάρτα ασύρματης πρόσβασης. Φευ, κανείς Παπασωτηρίου δεν είχε τη σχετική κάρτα και το σύστημα δεν σε αφήνει να αγοράσεις χρόνο online. Θέλουμε και Ολυμπιακούς, τρομάρα μας! (αγαπημένο σλόγκαν και πάει με όλα).
Τσέκαρα μέσα (I checked in) και όδευσα προς το χώρο που θα βαριόμουν για την επόμενη ώρα, το business lounge (μεταξύ άλλων και) της Λουφτχάνσα που είναι η ντροπή των lounge έτσι κι αλλιώς. Διαπίστωσα ότι η ξεθυμασμένη κοκα-κόλα εξακολουθεί να είναι must (βλέπε παλαιότερο report https://www.airliners.gr/community/viewt ... 7%E1%EC%F0) και άρχισα τα τηλεφωνήματα. Παράξενο, αλλά δεν σκέφτηκα να ανοίξω τον υπολογιστή. Έχει πρόσβαση το lounge? Δεν έχει? Δεν ξέρω. Ξέχασα να δω. Αλσχάιμερ.
Πέρασα τάχιστα τον έλεγχο ασφαλείας (άλλο πράμα η μπίζνες, τάπαμε αυτά) και χαιρέτισα με ένα χαμόγελο το D-AIQP που μας περίμενε στην πύλη Β09. Είσοδος από τη φυσούνα στο αεροσκάφος το οποίο (όπως μας ενημέρωνε και η σχετική πινακίδα στο εσωτερικό) φέρει το όνομα Suhl, μια πόλη της Θουρινγκίας η οποία δεν έχει απολύτως καμία ιστορική σημασία. Ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι που είχαν κρεμάσει στο δεξί bulk της μπίζνες έδινε την εορταστική πινελιά.
Κάθισα στην 4Α. Το seat pitch μου φάνηκε μέτριο και τα αεροσκάφη από το παράθυρο συνηθισμένα. Push back, τροχοδρόμηση κλπ χωρίς προβλήματα και απογείωση από τον 21L. Αίγινα, Κόρινθος, ακτογραμμή Πελοποννήσου και σύννεφα, σύννεφα, σύννεφα. Ένιωθα σαν ψύλλος μέσα σε αποθήκη βαμβακιού.
Πάνω που άρχισα να απελπίζομαι μύρισε φαγητό. Σέρβιραν χοιρινό με πατάτες (πάρα πολύ πιπέρι, ύποπτο) από το οποίο βούτηξα κάθε σταγόνα σάλτσας με τη μέθοδο «ναυαγοσώστης». (πετάς το ψωμάκι μέσα και λες «ωχ ωχ, πρέπει να το σώσω». Ακολουθεί πάλη με το θύμα καθώς κυλιέται στη σάλτσα και μετά το ψαρεύεις και του δίνεις το φιλί της ζωής. Μεγαλείο). Δίπλα είχε κάτι πράσινο με σολομό και κάποιο άλλο ψάρι που δεν κατάλαβα τι ήταν. Καθάρισα το προφιτερόλ, κοίταξα έξω να δω πού είχαμε φτάσει (ότι περνούσαμε το Όβερκαστ) και καθάρισα τα χέρια μου με μια Erfrischungstuch, όπως λένε οι Γερμανοί τα μαντηλάκια. Σπατάλη συμφώνων αυτή η γλώσσα.
Κάπου εκεί έκλεισα το σκιάδιο (ντροπή μου, ξέρω) άνοιξα το λάπτοπ και έβλεπα το A bridge too far. Ο διπλανός μου Γερμανός κοιτούσε λίγο περίεργα. Τόσες ναζιστικές στολές (και δη σταταρχικές) μαζεμένες μόνο σε ντοκιμαντέρ βλέπεις πια. Έπρεπε να είχα βάλει το Untergang. Τώρα που το σκέφτομαι, σε περσινό ταξίδι στο Άμστερνταμ (δεν έγραψα ριπορτ τότε), έβλεπα στο λάπτοπ τις «Ζωές των Άλλων». Τώρα μόλις συνειδητοποιώ ότι εν πτήσει προτιμώ ταινίες με γερμανικό θέμα. Μυστήριο...
Τη στιγμή που ο στρατάρχης Μόντελ ετοιμαζόταν να εξαπολύσει την τρομερή του επίθεση κατά των Συμμάχων και ο Σον Κόννερι βολόδερνε σε ένα χωριό έχοντας χάσει το τάγμα του, ο κυβερνήτης μας ειδοποίησε να κλείσουμε τα ηλεκτρονικά μας εξαρτήματα γιατί ξεκίνησε η κάθοδος. Αδικία. Αυτός ολόκληρο κόκπιτ και εμείς ούτε ένα iPod. Κατεβαίναμε, κατεβαίναμε, στρίβαμε, ισιώναμε («κύκλους μας κάνει» σχολίασαν κάτι νεαροί που χαχάνιζαν) και εν τέλει κάπου στα 3000 πόδια ύψος φάνηκε το έδαφος και (λίγο μετά) ένα 747 της Qantas (cargo υποψιάζομαι). Προσγειωθήκαμε στον 25R και στρίψαμε δεξιά στον τροχόδρομο. Από το παράθυρό μου είδα κατά σειρά ένα 744, Α340-600 της SAΑ και της LH, το tug του Α380 (το έγραφε και στο πλάι), τις τριπλές φυσούνες του FRA στις οποίες θα αράζει το Α380 καθώς και μερικές ταμπέλες που έλεγαν Α380. Α380 δεν είδα πουθενά.
Στάθμευση στην πίστα, πουλμανάκι για κάμποση απόσταση, έξοδος στο τέρμιναλ και βήμα ταχύ προς τον τομέα C όπου μας περίμενε το 321 για το δεύτερο σκέλος.
Εντυπώσεις:
Οι καλύτερες. Το πλήρωμα ήταν ευγενικό και χαμογελαστό. Το αεροσκάφος καθαρό, δεν έτριζε, δεν φώναζε. Το φαγητό αξιοπρεπές (αν εξαιρέσεις το πιπέρι). Το μέτριο seat pitch με χάλασε λίγο.
Μείνετε συντονισμένοι
Υ.Γ.
Φωτογραφίες δεν τράβηξα, είχα τον ήλιο κόντρα και πολλά σύννεφα. Και όποιος λέει ότι ριπόρτ χωρίς φωτογραφίες είναι χαμπ χωρίς 346 έχει δίκιο. Έτσι είναι.
(συνεχίζεται)
ATH-FRA, LH3381
Αεροσκάφος: Airbus A320-211, D-AIQP, Suhl
Ο καιρός στο διηπειρωτικό-διαστρικό χάμπ έρεπε προς τον παγετό όταν κατέφθασα στο μακράς διαρκείας πάρκινγκ με το πορτ-παγκάζ πλήρες οικοσκευών. Όχι αποσκευών, οικοσκευών καθώς το αμόρε («προλαβαίνεις αγάπη μου να πας να πάρεις εκείνη την κορνίζα και εκείνη τη λαμπίτσα και...» δεν θυμάμαι τι άλλο ήθελε) με είχε στείλει στο ΙΚΕΑ νωρίς-νωρίς.
Με πεντέξι βαθμούς θερμοκρασία και την κάλτσα στο διάδρομο φουσκωμένη, αρματώθηκα με το μπουφάν, κλείδωσα το πακεταρισμένο βιος μας στο αυτοκίνητο και περίμενα το κλασικό λεωφορειάκι. Αυτό ήρθε αμέσως μεταφέροντας μαζί και έναν κύριο που είχε ξεχάσει να κλειδώσει το αμάξι του και τον περιέφερε από στάση σε στάση μια και δεν θυμόταν που το είχε αφήσει. Γεράματα.
Το τσεκ-ιν της Λουφτχάνσα βρίσκεται στην άκρη του αεροσταθμού, η πτήση είχε 45 λεπτά καθυστέρηση (είχα ειδοποιηθεί έγκαιρα με SMS από το αυτόματο σύστημα «Τζέρι») και εγώ, έχοντας φτάσει πολύ νωρίς, είπα να γεμίσω το χρόνο μου με το λαπτοπ και μια κάρτα ασύρματης πρόσβασης. Φευ, κανείς Παπασωτηρίου δεν είχε τη σχετική κάρτα και το σύστημα δεν σε αφήνει να αγοράσεις χρόνο online. Θέλουμε και Ολυμπιακούς, τρομάρα μας! (αγαπημένο σλόγκαν και πάει με όλα).
Τσέκαρα μέσα (I checked in) και όδευσα προς το χώρο που θα βαριόμουν για την επόμενη ώρα, το business lounge (μεταξύ άλλων και) της Λουφτχάνσα που είναι η ντροπή των lounge έτσι κι αλλιώς. Διαπίστωσα ότι η ξεθυμασμένη κοκα-κόλα εξακολουθεί να είναι must (βλέπε παλαιότερο report https://www.airliners.gr/community/viewt ... 7%E1%EC%F0) και άρχισα τα τηλεφωνήματα. Παράξενο, αλλά δεν σκέφτηκα να ανοίξω τον υπολογιστή. Έχει πρόσβαση το lounge? Δεν έχει? Δεν ξέρω. Ξέχασα να δω. Αλσχάιμερ.
Πέρασα τάχιστα τον έλεγχο ασφαλείας (άλλο πράμα η μπίζνες, τάπαμε αυτά) και χαιρέτισα με ένα χαμόγελο το D-AIQP που μας περίμενε στην πύλη Β09. Είσοδος από τη φυσούνα στο αεροσκάφος το οποίο (όπως μας ενημέρωνε και η σχετική πινακίδα στο εσωτερικό) φέρει το όνομα Suhl, μια πόλη της Θουρινγκίας η οποία δεν έχει απολύτως καμία ιστορική σημασία. Ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι που είχαν κρεμάσει στο δεξί bulk της μπίζνες έδινε την εορταστική πινελιά.
Κάθισα στην 4Α. Το seat pitch μου φάνηκε μέτριο και τα αεροσκάφη από το παράθυρο συνηθισμένα. Push back, τροχοδρόμηση κλπ χωρίς προβλήματα και απογείωση από τον 21L. Αίγινα, Κόρινθος, ακτογραμμή Πελοποννήσου και σύννεφα, σύννεφα, σύννεφα. Ένιωθα σαν ψύλλος μέσα σε αποθήκη βαμβακιού.
Πάνω που άρχισα να απελπίζομαι μύρισε φαγητό. Σέρβιραν χοιρινό με πατάτες (πάρα πολύ πιπέρι, ύποπτο) από το οποίο βούτηξα κάθε σταγόνα σάλτσας με τη μέθοδο «ναυαγοσώστης». (πετάς το ψωμάκι μέσα και λες «ωχ ωχ, πρέπει να το σώσω». Ακολουθεί πάλη με το θύμα καθώς κυλιέται στη σάλτσα και μετά το ψαρεύεις και του δίνεις το φιλί της ζωής. Μεγαλείο). Δίπλα είχε κάτι πράσινο με σολομό και κάποιο άλλο ψάρι που δεν κατάλαβα τι ήταν. Καθάρισα το προφιτερόλ, κοίταξα έξω να δω πού είχαμε φτάσει (ότι περνούσαμε το Όβερκαστ) και καθάρισα τα χέρια μου με μια Erfrischungstuch, όπως λένε οι Γερμανοί τα μαντηλάκια. Σπατάλη συμφώνων αυτή η γλώσσα.
Κάπου εκεί έκλεισα το σκιάδιο (ντροπή μου, ξέρω) άνοιξα το λάπτοπ και έβλεπα το A bridge too far. Ο διπλανός μου Γερμανός κοιτούσε λίγο περίεργα. Τόσες ναζιστικές στολές (και δη σταταρχικές) μαζεμένες μόνο σε ντοκιμαντέρ βλέπεις πια. Έπρεπε να είχα βάλει το Untergang. Τώρα που το σκέφτομαι, σε περσινό ταξίδι στο Άμστερνταμ (δεν έγραψα ριπορτ τότε), έβλεπα στο λάπτοπ τις «Ζωές των Άλλων». Τώρα μόλις συνειδητοποιώ ότι εν πτήσει προτιμώ ταινίες με γερμανικό θέμα. Μυστήριο...
Τη στιγμή που ο στρατάρχης Μόντελ ετοιμαζόταν να εξαπολύσει την τρομερή του επίθεση κατά των Συμμάχων και ο Σον Κόννερι βολόδερνε σε ένα χωριό έχοντας χάσει το τάγμα του, ο κυβερνήτης μας ειδοποίησε να κλείσουμε τα ηλεκτρονικά μας εξαρτήματα γιατί ξεκίνησε η κάθοδος. Αδικία. Αυτός ολόκληρο κόκπιτ και εμείς ούτε ένα iPod. Κατεβαίναμε, κατεβαίναμε, στρίβαμε, ισιώναμε («κύκλους μας κάνει» σχολίασαν κάτι νεαροί που χαχάνιζαν) και εν τέλει κάπου στα 3000 πόδια ύψος φάνηκε το έδαφος και (λίγο μετά) ένα 747 της Qantas (cargo υποψιάζομαι). Προσγειωθήκαμε στον 25R και στρίψαμε δεξιά στον τροχόδρομο. Από το παράθυρό μου είδα κατά σειρά ένα 744, Α340-600 της SAΑ και της LH, το tug του Α380 (το έγραφε και στο πλάι), τις τριπλές φυσούνες του FRA στις οποίες θα αράζει το Α380 καθώς και μερικές ταμπέλες που έλεγαν Α380. Α380 δεν είδα πουθενά.
Στάθμευση στην πίστα, πουλμανάκι για κάμποση απόσταση, έξοδος στο τέρμιναλ και βήμα ταχύ προς τον τομέα C όπου μας περίμενε το 321 για το δεύτερο σκέλος.
Εντυπώσεις:
Οι καλύτερες. Το πλήρωμα ήταν ευγενικό και χαμογελαστό. Το αεροσκάφος καθαρό, δεν έτριζε, δεν φώναζε. Το φαγητό αξιοπρεπές (αν εξαιρέσεις το πιπέρι). Το μέτριο seat pitch με χάλασε λίγο.
Μείνετε συντονισμένοι
Υ.Γ.
Φωτογραφίες δεν τράβηξα, είχα τον ήλιο κόντρα και πολλά σύννεφα. Και όποιος λέει ότι ριπόρτ χωρίς φωτογραφίες είναι χαμπ χωρίς 346 έχει δίκιο. Έτσι είναι.
(συνεχίζεται)